ἀναπλάσῃ

ἀναπλάσῃ
ἀναπλάσηι , ἀνάπλασις
remodelling
fem dat sg (epic)
ἀναπλάσσω
form anew
aor subj mid 2nd sg
ἀναπλάσσω
form anew
aor subj act 3rd sg
ἀναπλάσσω
form anew
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάπλαση — η 1. αναμόρφωση στο καλύτερο, αναδημιουργία, αναγέννηση: Επιδίωξή του ήταν η ηθική ανάπλαση του λαού του. 2. η αναδημιουργία στη συνείδηση παλιότερων παραστάσεων: Η ανάπλαση των παραστάσεων γίνεται με πολλούς τρόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • ανάπλασμα — το (Α ἀνάπλασμα) πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας αρχ. 1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό 2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση 3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Марсово поле (Афины) — У этого термина существуют и другие значения, см. Марсово поле …   Википедия

  • Элеонас — …   Википедия

  • Эллиноросон — …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”